- ελεφαντούργημα
- το художественное изделие из слоновой кости
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελεφαντούργημα — το κομψοτέχνημα από ελεφαντόδοντου … Dictionary of Greek
ελεφαντούργημα — το, ατος καλλιτεχνικό έργο ή κομψοτέχνημα από ελεφαντόδοντο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)